προέορτος

προέορτος
-ον, ΜΑ
προεόρτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἑορτή (πρβλ. μεθ-έορτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προέορτος — preliminary masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέορτον — προέορτος preliminary masc/fem acc sg προέορτος preliminary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεόρτοις — προέορτος preliminary masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέορτα — προέορτος preliminary neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προεόρτιος — α, ο / προεόρτιος, ον, ΝΜΑ [προέορτος] 1. αυτός που προηγείται μιας μεγάλης γιορτής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προεόρτια η παραμονή, η προηγούμενη μέρα μεγάλης γιορτής και οι λατρευτικές και άλλες εκδηλώσεις της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”